Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Παλέτα ΙΙΙ

Υμάντες, κρόταλα κι ατσάλινα παιδιά στριφογύρισαν πάνω στη σφαίρα, μια σφαίρα από κρύσταλλο κι ήλιους. Ήλιους μικρούς, ήλιους πολλούς που αψηφούν τις σκιές τους. Μια έκανε κρύο, μια φυσούσε, μια δυνάμωνε η βροχή... Φύλλα πέφταν δείχνοντας το δρόμο για την έρημο. Τον δρόμο που απλώνεται ολόισιος και ατελείωτος. Το άπειρο τον φθονεί και τον ζηλεύει η αιωνιότητα. Στην άκρη του ένας υμάντας. Πάνω στον διψασμένο κάκτο του ένα κρόταλο. Το ατσάλινο παιδί βαδίζει στο δρόμο προς τον μεγάλο ήλιο. Δεν φαίνεται η σκιά του. Κρατάει στις χούφτες του σπίθες, ήλιους μικρούς, ήλιους πολλούς, ήλιους που αν τους αφήσει θα πετάξουν μακρυά σαν τις πυγολαμπίδες. Και ενώ βαδίζει ανοίγει τα χέρια του. Ήλιοι πολλοί, ήλιοι μικροί γεμίζουν τον ορίζοντα...

Delete

Δεν είπαν τίποτα
Δεν έλεγαν ποτέ
Δεν μιλούσαν
Ήταν βουβοί

Ούτε κι εσείς δε λέτε

Τίποτα
Ανείπωτα

Σαν λέξεις σβησμένες απ' το χαρτί

Λήθη

Λήθη... η Λήθη ήταν μια σάρκα που φορούσε το δικό της φόρεμα, ξήλωνε τις φλέβες κι έραβε πάνω τους λέπια από ψάρια τυφλά, που χορεύαν στο δικό της σκοτάδι.

Αποτύπωμα ΙΙ

Ο πύθωνας
που ήταν το πλήθος
πλησίασε το πέλμα
Πού ήταν το πέρασμα;
Πίσω από πέτρες
Σε περιοχές απέραντες
Πονούσε...
...Και έκανε κρύο ξανά...
Ολούθε τριγυρνούσαν μικρά ξωτικά
που όλο και κάναν ζημιές.
Και μύριζαν τα δάκρυα μιας σκόνης