Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Δολοφόνος

Γωνιές που'δαν τα ίδια και τα ίδια,
εκεί που ξαναρχίζει η ζωή
κι αλλάζουνε στο αίμα τη ροή.
Καθώς στο σπίτι τρίζουν τα σανίδια
στο πάτωμα σέρνονται δύο φίδια
κι ο ήχος τους γίνεται οχλοβοή.

Ξύπνησε την αυγή ο δολοφόνος
και κοίταξε τα ματωμένα του χέρια.
Στον τοίχο καρφωμένα δυο μαχαίρια.
Κοίταξε στον καθρέφτη κι ήταν μόνος,
ούρλιαξε και ακούστηκε ο πόνος,
τρόμαξαν δύο γκρίζα περιστέρια.

Βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να τρέχει.
Ήθελε να ξεφύγει απ'όλα αυτά.
Ήτανε όμως πια πολύ αργά.
Τώρα τους ήχους πια δεν τους αντέχει,
μες στο μυαλό του μόνο μία σκέψη έχει
πώς να γλυτώσει όλο πιο μακρυά.

Γύρω του πλήθος που δεν τον γνωρίζει,
φάτσες που αλλοιωθήκαν τραγικά,
νιώθει να τον κοιτούν ειρωνικά
ή τουλάχιστον έτσι αυτός νομίζει.
Μια τύψη στο κεφάλι του γυρίζει,
άξιζε να σκοτώσει τελικά;

Χίλιες δυο κόκκινες ξερές σταγόνες
να στάζουν από μια ανάμνηση νεκρή.
Η ζωή τώρα του φαίνεται πικρή.
Δε θα του λείψουν άλλο οι χειμώνες,
όσο θα βλέπει εκείνες τις εικόνες
μες στ'όνειρό του κάποια βραδιά μικρή.

Κόκκινα τριαντάφυλλα νεκρά στο χώμα
κάποιας προκατάληψης στολίδια
χάνονται στα ίδια και τα ίδια.
Λίγο πιο κει δε σάπισε ακόμα
το λυτρωμένο από τους πόνους πτώμα
που'χει πετάξει κάποιος στα σκουπίδια.

Μικρέ, ανόητε, ηλίθιε, βλάκα.
Δεν έμαθες για ποιο όνειρο σκοτώνεις.
Κι ύστερα μοναχός το μετανιώνεις.
Πιάστηκες σαν τον ποντικό στη φάκα,
μα όταν του τάφου του βάλουν την πλάκα
θα'ναι εποχή το λάθος να πληρώνεις.

γραμμένο στις 21.10.1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...Και έκανε κρύο ξανά...
Ολούθε τριγυρνούσαν μικρά ξωτικά
που όλο και κάναν ζημιές.
Και μύριζαν τα δάκρυα μιας σκόνης